- στεγαστός
- -ή, -όν, Α [στεγάζω]αυτός που έχει στέγη, στεγασμένος («οἰκοῡσι δ' ἐν σπηλαίοις ἢ μάνδραις στεγασταῑς», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεγαστός — covered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγαστή — στεγαστός covered fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγαστά — στεγαστά̱ , στεγαστής one who covers masc nom/voc/acc dual στεγαστής one who covers masc voc sg στεγαστής one who covers masc nom sg (epic) στεγαστός covered neut nom/voc/acc pl στεγαστά̱ , στεγαστός covered fem nom/voc/acc dual στεγαστά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ἡ αναφέρεται στη στέγαση (α. «στεγαστικός σχιστόλιθος» σχιστόλιθος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή στέγης β. «στεγαστικό δάνειο» δάνειο που χορηγείται για την απόκτηση στέγης, για την αγορά κατοικίας) 2. φρ.… … Dictionary of Greek
στεγασταῖς — στεγαστής one who covers masc dat pl στεγαστός covered fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)